ορθολογία

ορθολογία
η (Α ὀρθολογία)
το να εκφράζεται κάποιος σωστά, ορθοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + -λογία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὀρθολογίαν — ὀρθολογίᾱν , ὀρθολογία correctness of language fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρθολογίαις — ὀρθολογία correctness of language fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθολογικός — ή, ό ο σύμφωνος με τον ορθό λόγο, ορθολογιστικός. επίρρ... ορθολογικώς και ά από ορθολογική άποψη, με ορθολογία, με ορθολογισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Ι. Σκαλτσούνη] …   Dictionary of Greek

  • ortología — (Del gr. orthos, recto + logos, ciencia.) ► sustantivo femenino Arte y técnica de pronunciar correctamente y, en general, de hablar con propiedad. SINÓNIMO ortoepía * * * ortología (de «orto » y « logía») f. Arte de *pronunciar correctamente. ≃… …   Enciclopedia Universal

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή …   Dictionary of Greek

  • ορθολεκτικός — ὀρθολεκτικός, ή, όν (Μ) [ορθολέκτης] σχετικός με την ορθολογία …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՂՂԱԽՕՍՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0546 Chronological Sequence: 11c գ. ὁρθολογία, εὑθυλογία recta locutio. Ուղիղ խօսելն. ուղիղ խօսք. *Եւ ոչ յայնցանէ՝ զոր առեալ է բան (կարկատելով), ուղղախօսութիւն գտցես, եւ ոչ բան: Յոքունց նախ քան զհոմերոս ջան եդեալ բազում աշխատութեամբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ortología — (Del gr. ὀρθολογία). f. Arte de pronunciar correctamente y, en sentido más general, de hablar con propiedad …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”